περιπατητικός

περιπατητικός
-ή, -ό / περιπατητικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [περιπατητής]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον περίπατο ή στον περιπατητή («περιπατητικὴ δύναμις», Αλέξ.)
2. αυτός που έχει τη συνήθεια να περπατά
3. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική Σχολή τού Αριστοτέλους
4. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι Περιπατητικοί
α) οι μαθητές και οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλους, μεταξύ τών οποίων ο Θεόφραστος, ο Εύδημος, ο Αριστόξενος, ο Δικαίαρχος και ο Στράτων, οι οποίοι οφείλουν την ονομασία τους στο γεγονός ότι στη σχολή τού δασκάλου τους η διδασκαλία γινόταν κατά τη διάρκεια περιπάτου στις στοές τού Λυκείου, όπου εκείνος δίδασκε («Περιπατητικοί καὶ Ἐπικούρειοι καὶ oἱ τὸν Πλάτωνα ἐπιγραφόμενοι», Πλούτ.)
β) οι μαθητές και οπαδοί τής φιλοσοφίας τού Πυθαγόρα
5. φρ. «περιπατητική φιλοσοφία» — η φιλοσοφία τών Περιπατητικών
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ περιπατητικά
τα δόγματα τών μαθητών και οπαδών τής φιλοσοφίας τού Αριστοτέλους.
επίρρ...
περιπατητικώς / περιπατητικῶς, ΝΜ
σύμφωνα με τον τρόπο τών Περιπατητικών φιλοσόφων, όπως οι Περιπατητικοί φιλόσοφοι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιπατητικός — of walking masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπατητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στον περίπατο, που αγαπά τον περίπατο, που συνηθίζει να περπατεί. 2. οπαδός της περιπατητικής σχολής του Αριστοτέλη: Περιπατητικοί φιλόσοφοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιπατητικά — περιπατητικός of walking neut nom/voc/acc pl περιπατητικά̱ , περιπατητικός of walking fem nom/voc/acc dual περιπατητικά̱ , περιπατητικός of walking fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπατητικῶν — περιπατητικός of walking fem gen pl περιπατητικός of walking masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπατητικόν — περιπατητικός of walking masc acc sg περιπατητικός of walking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμαιλέων — Περιπατητικός φιλόσοφος από την Ηράκλεια του Πόντου, που έζησε στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. και ασχολήθηκε κυρίως με καλλιτεχνικά θέματα. Έγραψε πολλά έργα για τους αρχαίους ποιητές, για τις αρχές της τραγωδίας και της κωμωδίας, και λόγο… …   Dictionary of Greek

  • Πασικλής — Περιπατητικός φιλόσοφος από τη Ρόδο, ανιψιός του Ευδήμου. Ήταν ένας από τους μαθητές του Αριστοτέλη και μερικοί αποδίδουν σε αυτόν το πρώτο βιβλίο του έργου Μετά τα Φυσικά …   Dictionary of Greek

  • περιπατητικαί — περιπατητικός of walking fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπατητικοῖς — περιπατητικός of walking masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπατητικοί — περιπατητικός of walking masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”